- δαμαλιδογόνος
- -οόποιος παράγει ή συντελεί στην παραγωγή δαμαλείου ύλης («δαμαλιδογόνος ουσία»).[ΕΤΥΜΟΛ. < δαμαλίς (-ίδος) + -γονος < γίγνομαι. Η λ. μαρτυρείται στην εφημερίδα Φάρος της Μακεδονίας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.